κιοφτές

κιοφτές
ο см. κεφτές

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κιοφτές" в других словарях:

  • κιοφτές — ο βλ. κεφτές …   Dictionary of Greek

  • κεφτές — και κιοφτές, ο είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας ζυμωμένο με διάφορα καρυκεύματα και τηγανισμένο σε σφαιροειδή ή ελαφρώς πεπλατυσμένα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kofte] …   Dictionary of Greek

  • chiftea — CHIFTEÁ, chiftele, s.f. Preparat culinar de formă rotundă sau ovală făcut din carne tocată şi prăjită în grăsime. [var.: chefteá s.f.] – Din tc. köfte. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CHIFTEÁ s. (pop.) pârjoală. (O chiftea din… …   Dicționar Român

  • κεφτές — κεφτές, ο και κιοφτές, ο (λ. τουρκ.), είδος φαγητού από κιμά κρέατος που τηγανίζεται σε σφαιροειδείς θόλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»