κιοφτές
Смотреть что такое "κιοφτές" в других словарях:
κιοφτές — ο βλ. κεφτές … Dictionary of Greek
κεφτές — και κιοφτές, ο είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας ζυμωμένο με διάφορα καρυκεύματα και τηγανισμένο σε σφαιροειδή ή ελαφρώς πεπλατυσμένα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kofte] … Dictionary of Greek
chiftea — CHIFTEÁ, chiftele, s.f. Preparat culinar de formă rotundă sau ovală făcut din carne tocată şi prăjită în grăsime. [var.: chefteá s.f.] – Din tc. köfte. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 CHIFTEÁ s. (pop.) pârjoală. (O chiftea din… … Dicționar Român
κεφτές — κεφτές, ο και κιοφτές, ο (λ. τουρκ.), είδος φαγητού από κιμά κρέατος που τηγανίζεται σε σφαιροειδείς θόλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)